Πόσοι μοιάζουν, όμως, οι δύο πολιτικοί;
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι δύο πρόεδροι είναι αντίστροφοι χαρακτήρες: ο Κλίβελαντ ήταν Δημοκρατικός ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ Ρεπουμπλικάνος.
Ο Τραμπ μπήκε στο Λευκό Οίκο χωρίς να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο το 2016 ενώ ο Κλίβελαντ δεν επανεκλέγη το 1888, παρότι κέρδισε τη λαϊκή ψήφο.
Είχαν, όμως, και ορισμένες ομοιότητες, ορισμένες πιο ανούσιες από άλλες.
Ήταν και οι δύο από τη Νέα Υόρκη και συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο σωματώδεις προέδρους των ΗΠΑ.
«Ο Τραμπ και ο Κλίβελαντ ήταν και οι δύο πολιτικά αουτσάιντερ. Και παρότι ο Κλίβελαντ είχε εκλεγεί σε άλλα αξιώματα πριν την προεδρία του, η πορεία του προς τον Λευκό Οίκο ήταν ταχύτατη. Από δήμαρχος του Μπάφαλο έγινε πρόεδρος μέσα σε μόλις τρία χρόνια» λέει σε συνέντευξή του στο CNNi ο Τρόι Σενίκ, συγγραφέας του βιβλίου «Άνδρας από Ατσάλι: Η ταραχώδης ζωή και η απίθανη προεδρία του Γκρόβερ Κλίβελαντ».
Ο Κλίβελαντ αντιπαθούσε και αυτός τον Τύπο ενώ τακτικά εμφανιζόταν ενοχλημένος από τα δημοσιεύματα για την προσωπική του ζωή. Και, όπως και ο Τραμπ βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδάλου, χωρίς αυτό όμως να καταφέρνει να ανακόψει την πολιτική του καριέρα.
Σαν άνθρωποι και πολιτικοί, όμως, οι διαφορές είναι χαώδεις -τόσο ιδεολογικά όσο και από άποψη ιδιοσυγκρασίας.
«Σε αντίθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Κλίβελαντ δεν σχεδίαζε να επιστρέψει στον προεδρικό θώκο. Μάλιστα ανακουφίστηκε όταν έφυγε από το Λευκό Οίκο…» λέει ο Σενίκ, εξηγώντας ότι αποφάσισε να διεκδικήσει εκ νέου το χρίσμα των δημοκρατικών για να σώσει το κόμμα του από τους λαϊκιστές.
Και συνεχίζει:
«Ο Τραμπ θέλει να επεκτείνει την προεδρική εξουσία. Ο Κλίβελαντ πίστευε ότι ήταν υποχρέωσή του να σεβαστεί τα συνταγματικά κατοχυρωμένα όρια της εξουσίας του προέδρου. Ο Τραμπ είναι θεατρικός, ο Κλίβελαντ θεωρούσε αυτή τη συμπεριφορά κατώτερη του ίδιου αλλά και του αξιώματός του. Ο Τραμπ θέλει να αυξήσει τους φόρους ενώ ο Κλίβελαντ πολεμούσε και στις δύο θητείες του για να τους μειώσει».
Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν και οι απόψεις των δύο προέδρων για το μεταναστευτικό: ο Τραμπ ακολουθεί σκληρή γραμμή ενώ ο Κλίβελαντ είχε ασκήσει βέτο σε νομοσχέδιο που προέβλεπε οι μετανάστες να δίνουν γραπτό τεστ, για να αποδείξουν ότι δεν είναι αναλφάβητοι.
Το σκάνδαλο Κλίβελαντ
Οι Δημοκρατικοί της εποχής φοβόντουσαν τον Κλίβελαντ και την επιρροή του. Ήταν πανευτυχείς λοιπόν, όταν έλαβαν την πληροφορία ότι ο Κλίβελαντ είχε συνάψει σχέση με μια γυναίκα από το Μπάφαλο και είχε παιδί μαζί της εκτός γάμου. Πολύ σύντομα, ακουγόταν το σύνθημα «μαμά, μαμά που είναι ο μπαμπάς μου» σε προεκλογικές συγκεντρώσεις των Ρεπουμπλικάνων της εποχής.
Ο Κλίβελαντ δεν το αρνήθηκε ποτέ.
«Πάνω από όλα η αλήθεια» είπε ξεκάθαρα στους υποστηρικτές του, αποκαλύπτοντας ότι έδινε χρήματα στην Μαρία Κροφτς Χάπλιν το 1874.
Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έκαναν πίσω και λίγο πριν από τις εκλογές του 1884, δημοσίευσαν δήλωση της Χάπλιν που έλεγε ότι «μέχρι να γνωρίσω τον Κλίβελαντ η ζωή μου ήταν αγνή και αμόλυντη… Δεν είχα, ούτε υπήρχε ποτέ καμία αμφιβολία για την πατρότητα του παιδιού μας…».
Αργότερα δημοσιοποιήθηκε ότι η Χάπλιν μπήκε σε ψυχιατρική κλινική.
«Ο Κλίβελαντ όντως είχε σχέση με μια γυναίκα που στη συνέχεια γέννησε ένα παιδί.
Δεν ξέρουμε μετά βεβαιότητας ότι είναι δικό του ενώ υπάρχουν ιστορικά αρχεία που αναφέρουν ότι ούτε ο ίδιος ήταν απολύτως σίγουρος. Το πιο πιθανό, όμως, είναι πως ήταν. Ο Κλίβελαντ δεν αναγνώρισε ποτέ επίσημα το παιδί ούτε όμως και αρνήθηκε την πατρότητά του. Η σχέση του δεν ήταν παράνομη, καθώς κανένας εκ των δύο δεν ήταν παντρεμένος εκείνη την περίοδο.
Και πολλές από τις άλλες πληροφορίες που διέρρευσαν είχαν διαστρεβλωθεί.
Για παράδειγμα το ψυχιατρικό άσυλο ήταν επί της ουσίας σανατόριο, όπου η Μαρία Χάπλιν νοσηλεύτηκε επειδή ήταν αλκοολική. Επρόκειτο όμως για ένα σημαντικό πολιτικό σκάνδαλο των εκλογών του 1884 αλλά ο Κλίβελαντ το αντιμετώπισε επιτυχώς…».
Ο γάμος με την «προστατευομένη» του
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν σταμάτησαν εκεί. Προσπάθησαν εκ νέου να σπιλώσουν το πολιτικό του γόητρο, διαλαλώντας ότι η σύζυγός του, Φράνσις, ήταν προστατευομένη του και πως την είχε μεγαλώσει.
Η αλήθεια ήταν κάπως διαφορετική.
Ο πατέρας της Φράνσις, που ήταν συνεργάτης του Κλίβελαντ όταν ασκούσε τη δικηγορία, πέθανε νωρίς και ο είχε πληρεξούσιο για να εκπροσωπεί την οικογένεια.
Αλλά δεν την μεγάλωσε, ούτε την κόρταρε πριν μπει στο πανεπιστήμιο.
Αντίθετα μάλιστα, πριν την προσεγγίσει είχε ζητήσει και την «ευλογία» της μητέρας της.
«Δεν επρόκειτο για σκάνδαλο» εξηγεί ο Σενίκ, συμπληρώνοντας ότι ο γάμος του προέδρου Κλίβελαντ «μάγεψε» την Αμερική και η Φράνσις έγινε η πιο λαοφιλής Πρώτη Κυριά μέχρι τη Τζάκι Κένεντι.
Ο Κλίβελαντ ήταν 47 ετών όταν μπήκε στον Λευκό Οίκο και ήταν εργένης. Μαζί του πήρε την αδελφή του, Ρόουζ, η οποία τον συνόδευε τους πρώτους 15 μήνες της θητείας του. Παντρεύτηκε την 21χρονη τότε Φράνσις -που μέχρι και σήμερα παραμένει η νεότερη Πρώτη Κυρία όλων των Εποχών- δύο χρόνια αργότερα και έγινε ο δεύτερος εν ενεργεία πρόεδρος που παντρεύτηκε.
Μαζί έκαναν πέντε παιδιά: τη Ρουθ, την Έστερ, τη Μάριον, τον Ρίτσαρντ και τη Φράνσις.
Η ήττα και η επιστροφή στον Λευκό Οίκο
Το 1888, οι Δημοκρατικοί άναψαν το «πράσινο φως» και επέτρεψαν στον Κλίβελαντ να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία.
Ηττήθηκε, όμως, από τον Ρεπουμπλικανό Μπέντζαμιν Χάρισον, που επικέντρωσε την προεκλογική του καμπάνια στο ζήτημα των φόρων και κατάφερε να συγκεντρώσει τεράστια οικονομική στήριξη.
Σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση, όπως και το 1884, οι πολιτείες – κλειδιά ήταν η Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϊ, το Κονέκτικατ και η Ιντιάνα.
Κατάφερε να κερδίσει μόνο δύο εξ αυτών όμως και έτσι αναχώρησε από τον Λευκό Οίκο, κάπως ανακουφισμένος που θα επέστρεφε στην «κανονική» ζωή του.
Οι εκλογές του 1892 ήταν επί της ουσίας μια ρεβάνς αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί την χαρακτηρίζουν ως μια από τις πιο ήρεμες και χαμηλών τόνων εκλογικές διαδικασίες.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η σύζυγος του Χάρισον, Κάρολιν, ήταν βαριά άρρωστη με φυματίωση και πέθανε μόλις δύο εβδομάδες πριν από τις κάλπες.
Ο ίδιος ο Χάρισον αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε προεκλογική καμπάνια και έτσι οι κάλπες στήθηκαν ήσυχα και χωρίς διαξιφισμούς.
Το CNN Greece είχε δημοσιεύσει το παραπάνω άρθρο στις 12 Οκτωβρίου 2024, το οποίο ανανεώθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2024 βάσει του αποτελέσματος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου 2024.